Poetry

Μέρες του χάους

Το σκοτάδι κεντούσαν
τα πικρά λόγια της θάλασσας,

κι η αθάνατη κραυγή του έρωτα,
σερνόταν μέσα στις ακοίμητες λέξεις...

Λέξεις, που οδοιπορούν σαν ακροβάτες
πάνω στους συνειρμούς της αγρύπνιας,

και φτιάχνουν εικόνες
που απορροφούν την ψυχή...

Εσύ και οι μέρες του χάους
κεντάτε τις αθόρυβες σκέψεις μου,

κι όταν αποφασίζω δεν είμαι εγώ, παρά
η απώλεια που τρύπησε το είναι μου...


Aλησμόνητη ζωή

Η αλησμόνητη ζωή μαύρη σιωπή
και με σβήνει,
Πίσω από τα βλέφαρα γυαλίζει
απόκοσμη και ξένη η ψυχή,
αγρυπνά,  πίσω από ένα νεύμα...
Mια λίμνη αίμα κι ένας θεός,
την κοιτάζουν...
Oι άγγελοι αποσυνδέθηκαν
από τα γήινα, και πώς να τους καλέσεις...;


Της λήθης τα απογέματα, κι εκείνα που τα έσωσες...


Τα σπάνια απογέματα, Εκείνα,
που συναντιόμασταν στο φως του ήλιου,
Εκείνα, τα αφρούρητα απογέματα,
που το πρόσωπό σου ήταν σαν εικόνα
ζωγραφισμένη σε γυαλί,
σα νερό ρευστό...
Παράξενα απογέματα,
που τα ρούφηξε αχόρταγα το φθινόπωρο,
και τά' πνιξε ο χειμώνας μέσα στα κρύα του...
Ύστερα οι γιορτές, οι πένθιμες γιορτές του χρόνου,
οι αποστάσεις, τα γεγονότα, οι μέρες οι βουβές,
η ασθενική μνήμη, τα μόρια του χρόνου
που μας κοιτάζουν κατάματα, κι εμείς
τα νομίζουμε για σκόνες...

Απόγευμα, που βουτάει μέσα μου
και ψαύει τον βυθό μου,
Απόγευμα που δύει πάνω στα γεράνια και τις ορχιδέες,
κι ίσως να μην το ξαναθυμηθώ ποτέ...
που είσαι μακριά μου...

Αμφισβήτηση


Το σκοτάδι γέμισε ψαλμούς,
κι ο θόλος του δωματίου με αστέρια...
Μπορεί να τα φαντάζομαι,
και να μην είναι η αλήθεια...
Πάντα αμφιταλάντευση...

Ό,τι κοιτάζω είναι αλήθεια ή ψέμα;
Είναι αυτό που χρειάζομαι ή αυτό που είναι;

Ενατένιση χαμένων μορφών


Ενατένιση χαμένων μορφών,
μπροστά οι πέτρες,
Ξυστά στα δέντρα τρέχει ο αέρας, λεπτός,
Μέσα στους κορμούς τρέφονται τα μυστικά,
από τις ρίζες και τα υγρά...
Λάμψεις στο αίμα, και φως ξαφνικό,
οι ψίθυροί μου πέφτουν πάνω σου σαν μετάξι,
και η αναπνοή μου τρέμει μέσα στα αυτιά σου...
Να ήσουν εδώ... να ήταν όλα αλλιώς...

Ενατένιση χαμένων μορφών...
Φυσούσε... ο αέρας σήκωνε το χώμα...
και τα λουλούδια σκιρτούσαν τριγύρω...
Μυρίζω την σκόνη, ακούω τα τριξίματα του εδάφους....
Η ζωή στερεώνεται και χάνεται πάνω σε μια ευθεία
εκτεταμένη γραμμή, δίχως αιτία...
Οι μέρες χάνονται, βηματισμοί ασταθείς,
σχήματα σκιών πάνω στις επιφάνειες,
υποψίες του νου τρεμοπαίζουν μέσα στους χώρους,
το σούρουπο σέρνεται...

Ανείπωτο


Ότι δεν μπορεί η λέξη να το ορίσει περιπλανιέται
μέσα στους ύπνους μου και γίνεται όνειρα,
εμπλέκεται στους λεπτούς συνειρμούς της ύπαρξής μου,
τους σκοτεινούς...    
Καμιά φορά στέκομαι πίσω από τους κορμούς των
δένδρων και κοιτάζω...
Τίποτα δεν είναι όπως το είχαμε φανταστεί,
η πραγματικότητα είναι μια αλήθεια
που αλλάζει όψεις...
ποτέ δεν είσαι σίγουρος...

Ωκεανοί


Εγώ νιώθω ωκεανούς ανάμεσά μας
Κι εσύ μια σταγόνα...
Θα αντέξουμε το νόημα και το χρόνο
χωρίς καμία ψευδαίσθηση...;
Νιώθω αιώνες ανάμεσά μας
να κυλούν σαν ωκεανοί,
κι η βάρκα μου μικρή...
Πώς να σε φτάσω;

Έρημος νύχτα


Τρυπάγανε τα τζιτζίκια το σκοτάδι,
και η νύχτα αποκαμωμένη
από την καυτή μέρα,
έστεκε ασάλευτη και ιδρωμένη,

Σαν οδοιπόρος της ερήμου,
διέσχιζα τη νύχτα με μάτια
ξερά και πονεμένα...
Δεν άγγιζα τίποτα,
τι να αγγίξεις μέσα στην έρημο;
Παρά μόνο παραισθήσεις του αέρα,
και κινούμενη άμμο,
απατηλές οάσεις,
και αξεδίψαστα χείλη...

Ούτε φωνή ούτε σιωπή
δεν ορθωνόταν,
ίσως μια αγέρωχη παύση,
που ρωτούσε διαρκώς,
Ποιός Είσαι; Ποιός είσαι;
Και τι να απαντήσεις;
Πώς να ξεχωρίσεις από το σκοτάδι
και να πεις ποιός είσαι...
Που μπροστά να σταθεί ο εαυτός
για να δει το είδωλό του;

Άηχο αποτύπωμα

Άκουσα τις λεύκες να μιλάνε
την ώρα που αγωνιούσα,
κι ύστερα έπεσε βροχή...
Γυάλινες σκιές
πάνω στους τοίχους,
σπίτι βουβό...
Κάποτε οι λέξεις των άλλων
είναι ακόμα πιο άηχες
κι απ΄ τη σιωπή...
πιο άηχες κι απ' τα λόγια
που ανταλλάσουν οι λεύκες...

Ένα άηχο αποτύπωμα
που το κοιτάζω και με κοιτάζει...

Θα έρθει η στιγμή


...Θα έρθει η στιγμή που θα πούμε ότι δικαιωθήκαμε,
ότι ξεπεράσαμε όλα αυτά που έθλιβαν την ψυχή,
και την έπνιγαν στα βάθη ενός μελανού,
κι ανελέητου ωκεανού...

Θα έρθει η στιγμή που θα λάμπει ακλόνητη,
και νικήτρια η αγάπη, που απάλυνε
και απομάκρυνε τα φαντάσματα...
Που έγινε η σχεδία που απάνω της ξάπλωσα,
και ταξίδεψα στους τρόμους της ζωής μου, στο αδειανό παρόν...
Θα έρθει η στιγμή που ο σφοδρός άνεμος
των συναισθημάτων, θα καταπραΰνει, 
από την ωριμότητα της ψυχής,

Θα έρθει η στιγμή που
Θα αναπαυθούμε από τη σκιά που βαραίνει τα μάτια...

Εσύ κι εγώ τι είμαστε;


                                      Είναι γραφτό...                                    
Στο βράχο το κύμα να διαλύεται,
Στα χέρια σου να αισθάνομαι ζωή...

Παλεύουμε μέσα στους ρόλους μας...
Κάποτε ματώνουμε σε πελάγη τρυφερότητας,
κι άλλοτε μια αιχμηρή ματιά μας στέλνει
στα πιο θλιβερά μονοπάτια του νου..

Τα λόγια είναι ανίκανα και οι πράξεις αδύναμες...
Η καρδιά υποτάσσεται φοβάται να ξεδιπλωθεί...
Η νύχτα παγωμένη,
και η αυγή ακόμα πιο ψυχρή
στα μάτια ανατέλλει...

Ατενίζω το ταξίδι,
το χτύπο του αέρα, τις γκρίζες σκιές
που πάλλονται πάνω στους δρόμους...

Μέσα σε μια μικρή κι απύθμενη σιωπή
στοιβάχτηκε ολόκληρη η ζωή,
με κοίταξες, σε κοίταξα
κουνήθηκαν τα βλέφαρα και σχίσανε
στα δύο την σκηνή...

Μια φράση βγήκε από το στόμα
κι ο ήχος της χτύπησε την καρδιά μου...
Στα χέρια μας έλιωναν οι κρύσταλλοι
της σιωπής...
Κι εγώ δεν ζούσα για τον εαυτό μου...

Ήμουν ο χρόνος σε μια ελάχιστη στιγμή..

Εσύ κι εγώ τι είμαστε;


Αύριο θα ιδωθούμε...


Ο αγώνας για αιωνιότητα
μας κρατάει ζωντανούς πάνω απ' τη φωτιά,
Παράξενες μέρες μελαγχολικές κυλούν σιωπηλά,
Τις αδιόρατες σκέψεις μου τις παίρνει το υποσυνείδητο,
Η θάλασσα ήρεμη αγκαλιάζεται με το φως...
Ξαστερώνει...
Τα πουλιά κάνουν παρέα
πάνω στα ακίνητα φοινικόφυλλα ...
Οι λιγοστές ακτίνες του ήλιου φωτίζουν
τις στέγες των σπιτιών και τα φυλλώματα..


Αύριο θα ιδωθούμε...

Δίχως απάντηση


Θα είμαστε άραγε ποτέ πραγματικά ελεύθεροι;

Θα ζήσουμε χωρίς την έγνοια του θανάτου
και του αφανισμού;
Ή θα μετράμε τις μέρες που φεύγουν
και γίνονται παρελθόν;
Μπορούμε να ζήσουμε χωρίς παρελθόν...;
Ή μόνο αυτό προσδιορίζει το τι είμαστε...;
Κι αν δεν ήμουν εγώ τώρα, τι θα μπορούσα να ήμουν;
Και πού;